ἀρχιδεσμοφύλαξ

ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχι-δεσμοφύλαξ [ῠ], ακος, ,
A chief gaoler, LXX Ge.39.21, Ph.1.290 (pl.):—also [suff] ἀρχι-δεσμώτης, ου, , LXX Ge.40.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιδεσμοφύλακα — ἀρχιδεσμοφύλαξ chief gaoler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδεσμοφύλακι — ἀρχιδεσμοφύλαξ chief gaoler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδεσμοφύλακος — ἀρχιδεσμοφύλαξ chief gaoler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδεσμοφύλαξιν — ἀρχιδεσμοφύλαξ chief gaoler masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • αρχιδεσμοφύλακας — ο (Α ἀρχιδεσμοφύλαξ) ο επικεφαλής των δεσμοφυλάκων …   Dictionary of Greek

  • αρχιδεσμώτης — ἀρχιδεσμώτης, ο (Α) ο αρχιδεσμοφύλαξ …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՆՏԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 1 438 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. ԲԱՆՏԱՊԵՏ կամ ԲԱՆԴԱՊԵՏ. ἁρχιδεσμοφύλαξ, δεσμοφύλαξ summus carceris custos, custos vinctorum Պետ եւ վերակացու տան բանտի, եւ կալանաւորաց, եւ պահապանաց. ... *Ետ նմա շնորհս առաջի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”